κοντραμπάσο

κοντραμπάσο
το
(λ. ιταλ.), το βαθύτερο και ογκωδέστερο από τα έγχορδα μουσικά όργανα της τάξης του βιολιού, βαθύχορδο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοντραμπάσο ή βαθύχορδο — Έγχορδο μουσικό όργανο, το βαθύτερο σε ήχο και μεγαλύτερο σε διαστάσεις της οικογένειας του βιολιού. Συνήθως έχει τέσσερις χορδές (μι λα ρε σολ) αλλά και τρεις (σολ ρε λα ή σολ ρε σολ ή λα ρε σολ) ή πέντε (ντο μι λα ρε σολ). Λόγω της ιδιαίτερης… …   Dictionary of Greek

  • κοντραμπάσο — το έγχορδο όργανο, το βαθύτερο μέλος τής οικογένειας τού βιολιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contrabbasso] …   Dictionary of Greek

  • κοντραμπασίστας — ο μουσικός που παίζει κοντραμπάσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντραμπάσο + κατάλ. ίστας (πρβλ. κλαρινετ ίστας, φλαουτ ίστας)] …   Dictionary of Greek

  • Κουσεβίτσκι, Σεργκέι Αλεξάντροβιτς — (Sergej Alexandrovic Kusevickij, Βίσνι Βολοτσέκ 1874 – Βοστόνη 1951). Ρώσος διευθυντής ορχήστρας, συνθέτης και δεξιοτέχνης του κοντραμπάσου. Σπούδασε μουσική στη Μόσχα και στο Βερολίνο, όπου παρακολούθησε τα μαθήματα του Άρθουρ Νίκις. Συμμετείχε… …   Dictionary of Greek

  • βαθύχορδο — το έγχορδο μουσικό όργανο, κοντραμπάσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + χορδή] …   Dictionary of Greek

  • κλαρινέτο — Ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο. Στην ελληνική λαϊκή μουσική αποκαλείται κλαρίνο. Αποτελείται από έναν λεπτό, συνήθως εβένινο (ή πλαστικό) κύλινδρο, στο επιστόμιο του οποίου βρίσκεται ένα ράμφος εφοδιασμένο με απλή γλωσσίδα (μικρό ευλύγιστο έλασμα… …   Dictionary of Greek

  • κρουστά — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι …   Dictionary of Greek

  • κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι …   Dictionary of Greek

  • μπασαβιόλα — η 1. μουσ. βαθύχορδο όργανο, το κοντραμπάσο 2. μτφ. πείνα, λόρδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bassa viola (βλ. λ. μπάσο)] …   Dictionary of Greek

  • παρτιτούρα — (Μουσ.) Το σύνολο των διαφόρων φωνητικών και οργανικών μερών, που αποτελούν μια μουσική σύνθεση, και τα οποία, καταχωρούμενα το ένα κάτω από το άλλο, υποδεικνύουν κάθετα τα μουσικά όργανα και τις ανθρώπινες φωνές που προορίζονται για συνήχηση.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”